Εισαγωγή Introduction

Έμφραγμα μυοκαρδίου, στηθάγχη, ανακοπή, καρδιακή ανεπάρκεια, υπέρταση, αρρυθμίες, κτλ κτλ. Περίπλοκοι ιατρικοί όροι που σε πολλές περιπτώσεις προκαλούν σύγχιση στους ασθενείς και στους συγγενείς τους.
Είναι αμέτρητες οι φορές που γνωστοί, φίλοι και συγγενείς με παίρνουν τηλέφωνο για να ρωτήσουν τι σημαίνει αυτό και τι σημαίνει εκείνο με απλά λόγια.
Αυτός είναι και ο σκοπός αυτού του blog. Να ενημερώνει σε όσο πιο απλή και κατανοητή γλώσσα γίνεται για διάφορα ιατρικά θέματα, κυρίως στον τομέα της καρδιολογίας.
Πέρα από τα πιο συχνά θέματα που απασχολούν τους περισσότερους, το blog είναι ανοικτό για απορίες και ανησυχίες που μπορεί να έχουν οι αναγνώστες. Ελπίζω πως θα γίνει ένας χρήσιμος και πρακτικός χώρος πληροφόρησης.


Myocardial infarction, angina, cardiac arrest, heart failure, hypertension, arrythmias, etc, etc. Complex medical terms that often cuse patients and carers.I cannot recall the number of times that friends and relatives call and ask me to explain this, that and the other in simpleterms rather tha medical jargon.This is this blog's purpose. To inform you in as simple and understandable terms as possible on different medical conditions and especially heart problems.Besides all the common issues that will be addressed, the blog will be open for any specific questions or concerns that the readers may raise. I hope that it will be a useful and practical means of information.

Wednesday, December 15, 2010

Δοκιμασία κοπώσεως

Η δοκιμασία κοπώσεως είναι αναπόσπαστο μέρος της καρδιολογικής εκτίμησης ενός ατόμου. Υπάρχουν φυσικά συγκεκριμένες ενδείξεις για την διενέργεια της και συγκεκριμένα πρωτόκολλα που πρέπει να εφαρμόζονται ανάλογα με το ιστορικό του καθενός.
Οι κύριες ενδείξεις είναι οι εξής
  •       Μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου για αξιολόγηση ισχαιμίας
  •       Μετά από επαναγγείωση (αγγειοπλαστική, αορτοστεφανιαία παράκαμψη) για πιθανή επαναστένωση
  •       Για αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας
  •       Για εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της φαρμακευτικής αγωγής
  •       Σε ‘άτομα πάνω των 40 ετών με πάνω από 2 παράγοντες κινδύνου
  •       Σε άτομα πάνω των 40 ετών με επαγγέλματα υψηλής ευθύνης (πιλότοι, οδηγοί βαρέων οχημάτων)
  •       Αξιολόγηση συμπτωμάτων (πόνος στο στήθος, δύσπνοια, εύκολη κόπωση)
  •       Αξιολόγηση αρρυθμιών
  •       Προεγχειρητικός έλεγχος ασθενών με καρδιολογικό ιστορικό
Η πιο συχνή μέθοδος κόπωσης είναι ο κυλιόμενος τάπητας ενώ μπορεί εναλλακτικά να χρησιμοποιηθεί ποδήλατο. Η κόπωση διενεργείται υπό συνεχή παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ), της καρδιακής συχνότητας, της αρτηριακής πίεσης και των συμπτωμάτων και της λειτουργικής ικανότητας του ατόμου. Υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα κόπωσης  και το πιο συχνά χρησιμοποιημένο είναι το πρωτόκολλο Bruce, το οποίο ξεκινά με χαμηλή κλίση και ταχύτητα, οι οποίες αυξάνουν κάθε 3 λεπτά.
Για να μπορεί να ερμηνευθεί αξιόπιστα μια δοκιμασία κοπώσεως πρέπει η καρδιακή συχνότητα να φτάσει τουλάχιστον μέχρι το 85% του μέγιστου που προβλέπεται από την ηλικία του ατόμου. Η μέγιστη καρδιακή συχνότητα βγαίνει από την εξίσωση 220-ηλικία. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η χρονότροπη ανεπάρκεια (αδυναμία αύξησης της καρδιακής συχνότητας μέχρι τον στόχο) συσχετίζεται με χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης.
Η αρτηριακή πίεση συνήθως ανεβαίνει κατά την διάρκεια της κόπωσης (κυρίως η συστολική). Αδυναμία αύξησης της πίεσης ή ακόμα και πτώση, θεωρείται κακός προγνωστικός παράγοντας. Από την άλλη αύξηση της σε πολύ υψηλά επίπεδα θεωρείται ένδειξη ατόμου που πιθανόν να αναπτύξει υπέρταση στο μέλλον.
Σημαντική παράμετρος θεωρείται επίσης η λειτουργική ικανότητα. Είναι ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας που προβλέπει πως θα αντιδράσει ένας οργανισμός κάτω από δυσμενείς συνθήκες, πχ έμφραγμα μυοκαρδίου, πνευμονικό οίδημα, χειρουργείο. Ο εξεταζόμενος αναφέρει επίσης τυχόν συμπτώματα που μπορεί να προκύψουν. Ακόμα και συμπτώματα που το ίδιο το άτομο δεν θεωρεί σοβαρά, μπορεί να είναι σημαντικά. Πόνος στο στήθος, δύσπνοια, αίσθημα παλμών, υπερβολική κόπωση, ζαλάδα είναι ίσως τα κυριότερα συμπτώματα που μπορεί να προκύψουν και πρέπει να αξιολογηθούν ανάλογα.
Η επόμενη παράμετρος που παρακολουθούμε είναι το ΗΚΓ. Γίνεται σύγκριση του ΗΚΓ ηρεμίας (σε ύπτια και όρθια θέση) με το ΗΚΓ κατά την κόπωση, το μέγιστο της κόπωσης και την αποκατάσταση. Αλλαγές στο ΗΚΓ (όπως ανάσπαση ή κατάσπαση του τμήματος ST) είναι ενδεικτικές ισχαιμίας. Επίσης καταγράφονται τυχόν αρρυθμίες.
Ο συνδυασμός όλων των πιο πάνω δίνει τα συμπεράσματα της δοκιμασίας κοπώσεως. Εάν η δοκιμασία κριθεί «θετική», έχει δηλαδή παθολογικά ευρήματα, συνιστάται περαιτέρω διερεύνηση ανάλογα με το ιστορικό του ασθενούς. Δεν μπορεί δηλαδή από μόνη της να θέσει την διάγνωση.
Μια φυσιολογική ή «αρνητική» δοκιμασία κοπώσεως δεν μας εξασφαλίζει για πάντα. Η προγνωστική της ικανότητα δεν ξεπερνά το 85% υπό τις καλύτερες συνθήκες και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πλήρης εικόνα του εξεταζόμενου όταν τον συμβουλεύουμε. Παραδείγματος χάρη, ένας μεσήλικας άντρας με οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου, ο οποίος έχει διαβήτη, υπέρταση και δυσλιπιδαιμία, δεν ασκείται, καπνίζει και είναι υπέρβαρος ο οποίος έχει μια «αρνητική» δοκιμασία σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί χαμηλού κινδύνου και πρέπει να αντιμετωπισθεί επιθετικά από τον ιατρό του έτσι ώστε να τροποποιηθούν οι παράγοντες κινδύνου και να μειωθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Από την άλλη μια νεαρή κοπέλα χωρίς παράγοντες κινδύνου και ένα άτυπο πόνο στο στήθος η οποία έχει μια «θετική» δοκιμασία, σίγουρα μπορεί να θεωρηθεί χαμηλού κινδύνου και να καθησυχαστεί.
Συμπερασματικά η δοκιμασία κοπώσεως είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στα χέρια της σύγχρονης κλινικής και προληπτικής καρδιολογίας, η οποία όμως πρέπει να γίνεται για τις ορθές ενδείξεις και να ερμηνεύεται σύμφωνα με το κλινικό σενάριο του ασθενούς.

Thursday, December 9, 2010

Προληπτικός έλεγχος


Ο προληπτικός έλεγχος υγείας είναι μια διαδικασία που πρέπει να γίνεται με την συμβουλή του ιατρού μας, δεν είναι μια τυφλή διαδικασία. Ο κάθε ένας έχει διαφορετικό προφίλ και ο ιατρός μπορεί να μας συμβουλέψει για τι πρέπει να περιλαμβάνει ένας προληπτικός έλεγχος. Υπάρχει ο βασικός έλεγχος και οι εξετάσεις δεύτερης γραμμής οι οποίες προτείνονται αν υπάρχει συγκεκριμένη ένδειξη.
Πάντα ξεκινάμε με ένα καλό ιστορικό. Διάφορα συμπτώματα όπως εύκολη κόπωση, δύσπνοια, πόνος στο στήθος μπορεί να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Το προηγούμενο ιατρικό ιστορικό και το οικογενειακό ιστορικό είναι επίσης μέγιστης σημασίας όπως και πιθανά φάρμακα που λαμβάνει κάποιος, αλλεργίες και άλλες συνήθειες (κάπνισμα, άσκηση κτλ).
Ακολουθεί η κλινική εξέταση. Ύψος, βάρος, κοιλιακή περιφέρεια, καρδιακή συχνότητα, αρτηριακή πίεση είναι απαραίτητες μετρήσεις. Ο ιατρός μετά προβαίνει σε εξέταση όλων των συστημάτων, μια διαδικασία που μπορεί να δώσει ενδείξεις για περαιτέρω διερεύνηση.
Το ηλεκτροκαρδιογράφημα μας δίνει πολλά και σημαντικά στοιχεία σε σχέση με την καρδία και πρέπει να διενεργείται στα πλαίσια του προληπτικού ελέγχου. Οι πληροφορίες που μας παρέχει είναι πολλές και σύνθετες τόσο για το παρελθόν όσο και για την παρούσα κατάσταση της καρδίας.
Ο προληπτικός έλεγχος πρέπει επίσης να περιλαμβάνει αναλύσεις αίματος και ούρων. Οι «υποχρεωτικές» αναλύσεις είναι γενική αίματος, νεφρική λειτουργία, ηλεκτρολύτες, ηπατική λειτουργία, γλυκόζη ορρού, λιπιδαιμικό προφίλ (ολική, «καλή», «κακή» χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) καθώς και γενική ούρων ενώ στους άνδρες καλό είναι να γίνεται έλεγχος προστάτη με PSA  μετά την ηλικία των 55. Οι «προαιρετικές» αναλύσεις περιλαμβάνουν έλεγχο θυρεοειδούς, δείκτες φλεγμονής (ESR, CRP), ορμονικό έλεγχο και άλλα ανάλογα με το ιστορικό του ατόμου.
Ακολουθεί ο έλεγχος της καρδίας. Αυτό συνήθως περιλαμβάνει υπερηχοκαρδιογράφημα και δοκιμασία κοπώσεως. Το πρώτο χρησιμοποιεί υπερήχους για να απεικονίσει την καρδία σε φάση ηρεμίας και να αξιολογήσει την ανατομία, την λειτουργία, τις βαλβίδες, την ανιούσα αορτή και άλλα. Η δοκιμασία κοπώσεως περιλαμβάνει άσκηση συνήθως σε κυλιόμενο τάπητα υπό στενή παρακολούθηση του ατόμου, της λειτουργικής του ικανότητας, της καρδιακής συχνότητας, της αρτηριακής πίεσης και του ηλεκτροκαρδιογραφήματος.
Τα πιο πάνω θεωρούνται οι εξετάσεις πρώτης γραμμής. Πιο εξειδικευμένες εξετάσεις προτείνονται όταν υπάρχει συγκεκριμένη ένδειξη και περιλαμβάνουν ακτινογραφία θώρακος, υπέρηχο κοιλίας, έλεγχο καρωτίδων, γαστροσκόπηση, κολονοσκόπηση και άλλα.
Ο προληπτικός έλεγχος λοιπόν δεν είναι μια τυφλή διαδικασία. Πρέπει να εξατομικεύεται σύμφωνα με το ιστορικό του κάθε ατόμου και τυχόν ευρήματα που μπορεί να προκύψουν.
Το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να θυμόμαστε όμως είναι ότι δεν τελειώνει ο δρόμος με ένα καλό αποτέλεσμα προληπτικού ελέγχου. Ο προληπτικός έλεγχος μπορεί να ανιχνεύσει παθολογικά ευρήματα που να χρήζουν αντιμετώπιση όμως ένα καλό αποτέλεσμα δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα προκύψει κάτι άσχημο με την πάροδο του χρόνου. Αντίθετα πρέπει ο προληπτικός έλεγχος να χρησιμεύσει σαν το εφαλτήριο για αλλαγή τρόπου ζωής, δηλαδή υγιεινή διατροφή, άσκηση, διακοπή καπνίσματος, απώλεια βάρους.  

Monday, December 6, 2010

Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος.

Ο ξαφνικός καρδιακός θάνατος ορίζεται σαν θάνατος που επέρχεται εντός μιας ώρας από την έναρξη των συμπτωμάτων και οφείλεται σε φυσικά αίτια (όχι ατύχημα) σε άτομο με ή χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο.
Ακριβή στατιστικά στοιχεία δεν υπάρχουν αλλά υπολογίζεται πως ο μέσος όρος ηλικίας στην οποία επέρχεται ο ξαφνικός καρδιακός θάνατος είναι τα 60, αν και η επίπτωση σε μικρότερες ηλικίες αυξάνει σταθερά σύμφωνα με στοιχεία του American Heart Association. Συχνά επηρεάζει άτομα σε παραγωγικές ηλικίες με τραγικά αποτελέσματα στην οικογένειά τους. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 335,000 θύματα ετησίως στις ΗΠΑ (περίπου 918 την ημέρα).
Μακράν η πιο συχνή αιτία είναι η στεφανιαία νόσος η οποία οδηγεί σε οξύ στεφανιαίο σύνδρομο. Αυτό μπορεί να προκαλέσει καρδιακή αρρυθμία η οποία είναι δυνητικά θανατηφόρα. Άλλες παθήσεις που ενοχοποιούνται είναι οι μυοκαρδιοπάθειες (υπερτροφική, διατατική, αρρυθμιογόνος δυσπλασία δεξιάς κοιλίας), η καρδιακή ανεπάρκεια, η πνευμονική εμβολή και άλλα πιο σπάνια νοσήματα όπως σύνδρομο Brugada.
Ο πιο συχνός μηχανισμός θανάτου είναι κοινός. Επέρχεται αρρυθμία στην καρδία (πιο συχνά κοιλιακή μαρμαρυγή και κοιλιακή ταχυκαρδία). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την παύση της συστολής της καρδίας και την διακοπή της αυτόματης κυκλοφορίας στον οργανισμό. Η εγκεφαλική βλάβη επέρχεται εντός 4-6 λεπτών, ενώ ακολουθεί ο θάνατος αν δεν γίνει καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση. Η αποτελεσματική καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση μπορεί να διπλασιάσει τις πιθανότητες του θύματος για επιβίωση.
Το θέμα όμως είναι η πρόληψη. Να ανιχνευτούν δηλαδή οι παθήσεις που οδηγούν σε καρδιακό θάνατο ή οι παθήσεις που προδιαθέτουν σε αυτές. Μια επίσκεψη στον γιατρό μας μπορεί εύκολα να οδηγήσει στη διάγνωση, πχ ψηλής πίεσης, ενός φυσήματος ή άλλων ευρημάτων και να προχωρήσουμε σε περαιτέρω διερεύνηση. Επίσης άτομα με γνωστούς παράγοντες κινδύνου όπως οικογενειακό ιστορικό, δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση, είναι σοφό να υποβάλλονται σε περιοδικούς προληπτικούς ελέγχους σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού τους.

Καρδιαγγειακή νόσος


Η καρδιαγγειακή νόσος θεωρείται σήμερα η πιο σημαντική αιτία θανάτου κυρίως στον Δυτικό κόσμο.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κατατάσσει την νόσο σε 6 υποκατηγορίες
·        Στεφανιαία νόσος
·        Εγκεφαλική νόσος
·        Περιφερική αγγειακή νόσος
·        Ρευματική καρδιοπάθεια
·        Συγγενείς καρδιοπάθειες
·        Εν τω βάθει θρόμβωση και πνευμονική εμβολή
Από τις πιο πάνω κατηγορίες η πιο συχνές σε νοσηρότητα και θνησιμότητα είναι η στεφανιαία και η εγκεφαλική νόσος.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ η καρδιαγγειακή νόσος ευθύνεται για το 49% των θανάτων στην Ευρώπη και το 30% των πρόωρων θανάτων σε ηλικίες κάτω των 65.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σύμφωνα με στοιχεία του ΑΗΑ (American Heart Association) ένας πολίτης θα υποστεί έμφραγμα μυοκαρδίου κάθε 34 δευτερόλεπτα και ένας πολίτης θα πεθάνει από καρδιακό επεισόδιο κάθε λεπτό ενώ τα εγκεφαλικά επεισόδια προκαλούν ένα θάνατο κάθε 4 λεπτά.
Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες κινδύνου που ενοχοποιούνται για τα πιο πάνω. Οι παράγοντες κινδύνου που δεν είναι τροποποιήσιμοι είναι η ηλικία, το άρρεν φύλο και η γενετική προδιάθεση. Οι κύριοι τροποποιήσιμοι παράγοντες είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, το κάπνισμα, η έλλειψη άσκησης, η παχυσαρκία και η κακή διατροφή.
Ο ΠΟΥ συμβουλεύει τα κράτη μέλη του ότι πρέπει να επενδύσουν περισσότερα στον τομέα της πρόληψης. Αυτό θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα και σε ατομικό επίπεδο με την πρόληψη των παθήσεων αυτών αλλά και σε κρατικό επίπεδο με την  εξοικονόμηση χρημάτων και πόρων που χρειάζονται για την θεραπεία των παθήσεων αυτών.
Είναι λοιπόν λογικό ο κάθε ένας από μας να προβαίνει σε τακτικούς προληπτικούς ελέγχους. Τι ακριβώς θα περιλαμβάνει ο έλεγχος αυτός και πόσο συχνά θα γίνεται εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου και είναι σοφό να συζητείται το θέμα με τον ιατρό μας. Παραδείγματος χάριν ένας μεσήλικας άντρας που καπνίζει, είναι υπέρβαρος, διάγει καθιστική ζωή και έχει ψηλή πίεση θα χρειαστεί πολύ πιο ενδελεχή έλεγχο σε σχέση με μια νεαρή, λεπτή κοπέλα που αθλείται συχνά.
Συμπερασματικά οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η κυριότερη αιτία θανάτου της εποχής μας. Ένα σημαντικό ποσοστό των παθήσεων αυτών μπορεί να προβλεφθεί και να αποτραπούν οι επικίνδυνες για την ζωή εκφράσεις τους με ένα κατάλληλο προληπτικό έλεγχο. Αρκεί να απευθυνθεί κάποιος στον ιατρό του για τις απαραίτητες συμβουλές.

Monday, November 29, 2010

Θεραπεία του εμφράγματος Treatment of myocardial infarction

 Η θεραπεία του εμφράγματος μπορεί να χωριστεί στην άμεση ή επείγουσα και την δευτερογενή πρόληψη.
Η άμεση θεραπεία περιλαμβάνει την όσο το δυνατόν πιο σύντομη αποκατάσταση της αιμάτωσης του μυοκαρδίου (Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟ) καθώς και μέτρα για προστασία της καρδίας από επιπλοκές και ανακούφιση των συμπτωμάτων. 
Η άμεση επαναιμάτωση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας. Μέθοδος επιλογής θεωρείται η πρωτογενής αγγειοπλαστική (μπαλονάκι). Αυτό προϋποθέτει την παρουσία μηχανισμών έγκαιρης διάγνωσης και μεταφοράς του ασθενούς σε ειδικό εργαστήριο όπου διενεργείται καθετηριασμός από εξειδικευμένο προσωπικό με σκοπό την ανίχνευση της αποφραγμένης αρτηρίας και την διάνοιξη της με μπαλονάκι. Ακολούθως μπορεί να εμφυτευτεί μεταλλική πρόθεση (δακτυλίδι). Αν το νοσηλευτήριο δεν έχει τους μηχανισμούς για πρωτογενή αγγειοπλαστική, μπορεί να χορηγηθεί θρομβολυτική αγωγή (ενδοφλέβιο φάρμακο το οποίο διαλύει τον θρόμβο που προκαλεί την απόφραξη του αγγείου). Ο καρδιακός καθετηριασμός συνήθως διενεργείται σε δεύτερη φάση.
Ταυτόχρονα με την επαναιμάτωση, χορηγούνται φάρμακα που ανακουφίζουν τα συμπτώματα, αποτρέπουν την επέκταση της απόφραξης του αγγείου και προστατεύουν το μυοκάρδιο από την βλάβη που προκαλεί το έμφραγμα.
Ο ασθενής νοσηλεύεται σε καρδιολογική μονάδα, υπό συνεχή παρακολούθηση. Ανάλογα με την πορεία του ασθενούς η νοσηλεία διαρκεί από τρεις μέχρι επτά μέρες αν δεν υπάρξουν επιπλοκές.
Η θεραπεία του εμφράγματος δεν τελειώνει φυσικά με την διάνοιξη του αγγείου. Η στεφανιαία νόσος είναι ένα διάχυτο πρόβλημα σε όλες τις αρτηρίες και η επιδιόρθωση ενός σημείου με μπαλονάκι δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται μακροπρόθεσμη χορήγηση φαρμάκων, ιατρική παρακολούθηση και προληπτικός έλεγχος με αναλύσεις αίματος, δοκιμασία κόπωσης κτλ.
Το πιο σημαντικό στοιχείο που μπορεί να προσφέρει ο ασθενής στην υγεία του όμως είναι η αλλαγή τρόπου ζωής. Η διακοπή του καπνίσματος, η απώλεια βάρους, η προσοχή στην δίαιτα, η άσκηση, η ρύθμιση της πίεσης, χοληστερόλης και σακχάρου θεωρούνται ύψιστης σημασίας και πρέπει ο ασθενής και η οικογένεια του να υιοθετήσουν καινούριο τρόπο ζωής.

The treatment of myocardial infarction can be divided into immediate or urgent and secondary prevention
Immediate treatment involves restoring blood flow to the heart as soon as possible (TIME IS MYOCARDIUM) as well as measures for protecting the heart and relieving symptoms.
Immediate restoration of flow is the cornerstone of treatment. The gold standard method is primary angioplasty (balloon). This assumes that there are procedures in place for accurate and early diagnosis and transfer to a special lab where a coronary angiogram is performed by highly trained staff in an effort to find the occluded artery and open it with a balloon. A metallic stent can then be implanted to keep the artery open. If the hospital does not have the necessary procedures in place for primary angioplasty, fibrinolytic therapy can be give. This is an intravenous form of medication which breaks up the clot causing the problem. Cardiac catheterisation can be performed at later stage.
Along with restoration of flow, the patient receives medication for symptom relief, prevention of extension of the arterial obstruction and protection of the myocardium from the damage caused by the infarction.
The patient is admitted to a coronary care unit under close supervision and their stay lasts from 3 to 7 days if there are no complications.
Treatment does not of course finish with the re-opening of the vessel. Coronary artery disease is a diffuse problem in all the arteries and repairing one point with a balloon is not enough. Long term administration of medication, medical supervision and preventive investigations like blood and exercise tests are required.
The most important element that a patient can add to their health is changing their lifestyle. Stopping smoking, weight loss, healthy diet, exercise, controlling blood pressure, cholesterol and glucose are all considered very important and patients and their families should adopt a new, healthy lifestyle.
 

Friday, October 29, 2010

Έμφραγμα μυοκαρδίου Myocardial infarction


Το έμφραγμα μυοκαρδίου είναι γνωστό στην καθομιλουμένη σαν καρδιακή προσβολή.

Ορίζεται ως ο θάνατος μυοκαρδιακών κυττάρων που προκαλείται από την ελλειπή αιμάτωση τους.

Η πιο συχνή αιτία είναι η απόφραξη στεφανιαίας αρτηρίας. Η απόφραξη προκαλείται λόγω ρήξης αθηρωματικής πλάκας στο τοίχωμα του αγγείου, αιμορραγίας μέσα στην πλάκα και δημιουργίας θρόμβου αρχικά μέσα στην πλάκα. Ο θρόμβος επεκτείνεται μέσα στο αγγείο και προκαλεί απόφραξη της ροής του αίματος. 

Η περιοχή του μυοκαρδίου που αιματώνεται από την αποφραγμένη αρτηρία ξεκινά να δυσλειτουργεί σχεδόν άμεσα. Η δυσλειτουργία αυτή είναι αναστρέψιμη εάν η ροή του αίματος αποκατασταθεί. Αυτό μπορεί να γίνει αυτόματα από τον ίδιο τον οργανισμό ή να χρειαστεί ιατρική παρέμβαση. Αν η ροή δεν αποκατασταθεί, το επηρεασμένο μέρος του μυοκαρδίου νεκρώνει, λεπτύνεται και παύει να συμμετέχει στην άντληση του αίματος

Το έμφραγμα μπορεί να προκαλέσει μια μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων όπως πόνο στο στήθος, ζάλη, δύσπνοια, αίσθημα αρρυθμιών και λιποθυμία ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικό. Περίπου το 20% των ασθενών όμως εμφανίζουν ξαφνικό θάνατο σαν πρώτη εκδήλωση της ασθένειας τους.

Με διαφορά το πιο συχνό σύμπτωμα είναι ο πόνος στο στήθος. Περιγράφεται στην πλειοψηφεία των ασθενών σαν βάρος, πίεση ή δυσφορία που εντοπίζεται στο κέντρο του στήθους. Μπορεί να επέλθει σε άσκηση ή σε ηρεμία. Η διάρκεια του έιναι συνήθως πάνω από 20 λεπτά και συσχετίζεται με μούδιασμα του αριστερού χεριού (συνήθως)  και της κάτω σιαγόνας. Επίσης μπορεί να συνοδεύεται από ζάλη, τάση για εμετό, εφίδρωση και ένα γενικό αίσθημα αδιαθεσίας.

Φυσικά μπορεί ο πόνος να μην είναι τυπικός όπως περιγράφεται πιο πάνω και είναι σοφό να αναζητούμε ιατρική βοήθεια αν, παραδείγματος χάρη, ο πόνος είναι παρατεταμένος, περίεργος, ή συνοδεύεται από αδιαθεσία.

Η πιο άσχημη απιπλοκή του εμφράγματος είναι φυσικά ο θάνατος, που μπορεί να είναι και η πρώτη εκδήλωση του προβλήματος πριν να ζητηθεί ιατρική βοήθεια. Ακόμα όμως και με ιατρικές παρεμβάσεις η θνησιμότητα του εμφράγματος μπορεί να είναι ψηλή.

Άλλες επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν είναι αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια, περικαρδίτιδα, στηθάγχη, ανεπάρκεια μιτροειδούς βλβίδος και άλλα πιο σπάνια φαινόμενα όπως ρήξη τοιχώματος

Άσθενείς με έμφραγμα μυοκαρδίου χρειάζονται νοσηλεία. Αυτή μπορεί να διαρκέσει από 3 εώς 6 μέρες αν δεν υπάρχουν σημαντικές επιπλοκές. 

Ο σκοπός της θεραπείας είναι η όσο το δυνατόν πιο γρήγορη αποκατάσταση της ροής του αίματος. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με άμεση αγγειοπλαστική (μπαλονάκι) ή θρομβολυτικά φάρμακα. Μια μεγάλη σειρά φαρμάκων πρέπει να χορηγηθεί παράλληλα για προστασία του μυοκαρδίου και πρόληψη μεταγενέστερων επεισοδίων.

Με την θεραπεία του εμφράγματος θα ασχοληθούμε σε νέο κείμενο.



Myocardial infarction is also known as heart attack.

It is defined as myocardial cell death caused by an inadequate blood supply.

The commonest cause is occlusion of a coronary artery. The occlusion is caused by a rupture of an atheromatous plaque within the vessel wall, bleeding into the plaque and subsequent clot formation within the plaque. The clot then extends into the vessel and leads to blood flow obstruction.

The area of the heart supplied by the occluded artery becomes dysfunctional almost immediately. This dysfunction is reversible, provided the blood flow is restored. This may be achieved spontaneously by the body’s own mechanism or may need medical intervention. If flow is not restored, the affected part dies, becomes thinner and stops contributing to blood pumping.

Myocardial infarction can cause a wide variety of symptoms such as chest pain, dizziness, shortness of breath, palpitations, and fainting, while in some case it may be completely without symptoms. In about 20% of patients however sudden death is the first presentation of their disease.

By far the commonest symptom is chest pain. The majority of patients describe a heavy or pressure-like pain in the centre of the chest which may come on at rest or on exercise. It lasts for more than 20 minutes and may be associated with numbness in left arm (usually) and lower jaw. It can also be associated with dizziness, sickness, sweating and a non-specific feeling that something is wrong.

The pain of course may not be typical as described above and it is prudent to seek medical attention if, for example the pain is prolonged, “funny” in nature or associated with not feeling well.

The worst complication of myocardial infarction is of course death, which can be the first and only presentation of the disease before one seeks medical attention. Despite medical interventions, however, the mortality rates can be quite high.

Other potential complications include arrhythmias, heart failure, pericarditis, angina, mitral valve insufficiency as well as rarer syndromes such as wall rupture.

Patients with myocardial infarction need to be hospitalized for 3 to 7 days if there are no complications.

The main aim of treatment is to restore blood flow as soon as possible. TIME IS MUSCLE. This can be achieved with urgent angioplasty (balloon) or clot-dissolving medication. A large number of drugs can then be used to protect the heart muscle and prevent subsequent events.

The treatment of myocardial infarction will be discussed in the next chapter.