Η δοκιμασία κοπώσεως είναι αναπόσπαστο μέρος της καρδιολογικής εκτίμησης ενός ατόμου. Υπάρχουν φυσικά συγκεκριμένες ενδείξεις για την διενέργεια της και συγκεκριμένα πρωτόκολλα που πρέπει να εφαρμόζονται ανάλογα με το ιστορικό του καθενός.
Οι κύριες ενδείξεις είναι οι εξής
- Μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου για αξιολόγηση ισχαιμίας
- Μετά από επαναγγείωση (αγγειοπλαστική, αορτοστεφανιαία παράκαμψη) για πιθανή επαναστένωση
- Για αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας
- Για εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της φαρμακευτικής αγωγής
- Σε ‘άτομα πάνω των 40 ετών με πάνω από 2 παράγοντες κινδύνου
- Σε άτομα πάνω των 40 ετών με επαγγέλματα υψηλής ευθύνης (πιλότοι, οδηγοί βαρέων οχημάτων)
- Αξιολόγηση συμπτωμάτων (πόνος στο στήθος, δύσπνοια, εύκολη κόπωση)
- Αξιολόγηση αρρυθμιών
- Προεγχειρητικός έλεγχος ασθενών με καρδιολογικό ιστορικό
Η πιο συχνή μέθοδος κόπωσης είναι ο κυλιόμενος τάπητας ενώ μπορεί εναλλακτικά να χρησιμοποιηθεί ποδήλατο. Η κόπωση διενεργείται υπό συνεχή παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ), της καρδιακής συχνότητας, της αρτηριακής πίεσης και των συμπτωμάτων και της λειτουργικής ικανότητας του ατόμου. Υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα κόπωσης και το πιο συχνά χρησιμοποιημένο είναι το πρωτόκολλο Bruce, το οποίο ξεκινά με χαμηλή κλίση και ταχύτητα, οι οποίες αυξάνουν κάθε 3 λεπτά.
Για να μπορεί να ερμηνευθεί αξιόπιστα μια δοκιμασία κοπώσεως πρέπει η καρδιακή συχνότητα να φτάσει τουλάχιστον μέχρι το 85% του μέγιστου που προβλέπεται από την ηλικία του ατόμου. Η μέγιστη καρδιακή συχνότητα βγαίνει από την εξίσωση 220-ηλικία. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η χρονότροπη ανεπάρκεια (αδυναμία αύξησης της καρδιακής συχνότητας μέχρι τον στόχο) συσχετίζεται με χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης.
Η αρτηριακή πίεση συνήθως ανεβαίνει κατά την διάρκεια της κόπωσης (κυρίως η συστολική). Αδυναμία αύξησης της πίεσης ή ακόμα και πτώση, θεωρείται κακός προγνωστικός παράγοντας. Από την άλλη αύξηση της σε πολύ υψηλά επίπεδα θεωρείται ένδειξη ατόμου που πιθανόν να αναπτύξει υπέρταση στο μέλλον.
Σημαντική παράμετρος θεωρείται επίσης η λειτουργική ικανότητα. Είναι ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας που προβλέπει πως θα αντιδράσει ένας οργανισμός κάτω από δυσμενείς συνθήκες, πχ έμφραγμα μυοκαρδίου, πνευμονικό οίδημα, χειρουργείο. Ο εξεταζόμενος αναφέρει επίσης τυχόν συμπτώματα που μπορεί να προκύψουν. Ακόμα και συμπτώματα που το ίδιο το άτομο δεν θεωρεί σοβαρά, μπορεί να είναι σημαντικά. Πόνος στο στήθος, δύσπνοια, αίσθημα παλμών, υπερβολική κόπωση, ζαλάδα είναι ίσως τα κυριότερα συμπτώματα που μπορεί να προκύψουν και πρέπει να αξιολογηθούν ανάλογα.
Η επόμενη παράμετρος που παρακολουθούμε είναι το ΗΚΓ. Γίνεται σύγκριση του ΗΚΓ ηρεμίας (σε ύπτια και όρθια θέση) με το ΗΚΓ κατά την κόπωση, το μέγιστο της κόπωσης και την αποκατάσταση. Αλλαγές στο ΗΚΓ (όπως ανάσπαση ή κατάσπαση του τμήματος ST) είναι ενδεικτικές ισχαιμίας. Επίσης καταγράφονται τυχόν αρρυθμίες.
Ο συνδυασμός όλων των πιο πάνω δίνει τα συμπεράσματα της δοκιμασίας κοπώσεως. Εάν η δοκιμασία κριθεί «θετική», έχει δηλαδή παθολογικά ευρήματα, συνιστάται περαιτέρω διερεύνηση ανάλογα με το ιστορικό του ασθενούς. Δεν μπορεί δηλαδή από μόνη της να θέσει την διάγνωση.
Μια φυσιολογική ή «αρνητική» δοκιμασία κοπώσεως δεν μας εξασφαλίζει για πάντα. Η προγνωστική της ικανότητα δεν ξεπερνά το 85% υπό τις καλύτερες συνθήκες και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πλήρης εικόνα του εξεταζόμενου όταν τον συμβουλεύουμε. Παραδείγματος χάρη, ένας μεσήλικας άντρας με οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου, ο οποίος έχει διαβήτη, υπέρταση και δυσλιπιδαιμία, δεν ασκείται, καπνίζει και είναι υπέρβαρος ο οποίος έχει μια «αρνητική» δοκιμασία σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί χαμηλού κινδύνου και πρέπει να αντιμετωπισθεί επιθετικά από τον ιατρό του έτσι ώστε να τροποποιηθούν οι παράγοντες κινδύνου και να μειωθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Από την άλλη μια νεαρή κοπέλα χωρίς παράγοντες κινδύνου και ένα άτυπο πόνο στο στήθος η οποία έχει μια «θετική» δοκιμασία, σίγουρα μπορεί να θεωρηθεί χαμηλού κινδύνου και να καθησυχαστεί.
Συμπερασματικά η δοκιμασία κοπώσεως είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στα χέρια της σύγχρονης κλινικής και προληπτικής καρδιολογίας, η οποία όμως πρέπει να γίνεται για τις ορθές ενδείξεις και να ερμηνεύεται σύμφωνα με το κλινικό σενάριο του ασθενούς.